Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασήμωμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασήμωμα το [asímoma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ασημώνω. 1. επένδυση με ασήμι ή επαργύρωση. 2. η προσφορά ασημένιου νομίσματος ή αντικειμένου.

[μσν. ασήμωμα `ασημένιο αντικείμενο΄ < ασημώ(νω) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασήμωμα [asímoma] το,
  • ① process or result of covering w. silver, silver-plating, silvering (syn in ασημοκάπνισμα):
    • ~δίσκου, κουταλιού, μαχαιριού |
    • η φράση [αυτή] φέρνει στο νου το ~ και το μάλωμα των εικόνων (IPetrop)
  • ② fig silvery appearance, silvering:
    • poem .. φύσαγε τ' αγέρι | δειλά τ' ~των φύλλων κλ (Mylonogiannis)

[fr MG (Du Cange) ασήμωμα, der of ασημώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες