Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασήκωτος, επίθ.
-
- 1) Eκείνος από τον οποίο δεν μπορεί κάπ. να σηκωθεί:
- πέσμα θανάτου ασήκωτο (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [996]).
- 2) (Προκ. για πολύτιμα αντικείμενα, κλπ.) που δεν μπορεί κάπ. να τον σηκώσει, πολύ βαρύς· άφθονος:
- ασήκωτο λογάρι (Aλεξ. 2320).
[<στερ. α‑ + σηκώνω. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Eκείνος από τον οποίο δεν μπορεί κάπ. να σηκωθεί:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασήκωτος -η -ο [asíkotos] Ε5 : για κτ. ή για κπ. που είναι πάρα πολύ βαρύς και που δεν μπορεί ή δύσκολα μπορεί να τον σηκώσει κάποιος: Tο δέμα με τα βιβλία είναι / έγινε ασήκωτο. Πάχυνε πολύ το μωρό και έγινε ασήκωτο. (έκφρ.) βαρύς κι ~, για κπ. που είναι ή που προσποιείται πως είναι πολύ σκληρός και σοβαρός ή πολύ στενοχωρημένος. κάνω κπ. ασήκωτο από το ξύλο, τον δέρνω πολύ.
[α- 1 σηκώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασήκωτος, -η, -ο [asíkotos]
- ① which cannot be lifted or raised, very heavy, hefty:
- ~βράχος, μπόγος, όγκος, πολυέλαιος |
- ασήκωτη κάπα, πέτρα, πλάκα |
- ασήκωτο βάρος, μπαούλο, πάπλωμα, φόρεμα, φορτίο |
- ασήκωτα καρυδένια έπιπλα |
- ασήκωτα λασπωμένα πόδια |
- πάλεψα πολλήν ώρα να συμμαζέψω .. το βρεγμένο πανί, πού 'χε γίνει ασήκωτο (Zappas) |
- του δίνουν ανθοτύρι και καλαμποκήσιο ψωμί, ασήκωτο σαν μολύβι (ChZalokostas) |
- ο K. λιποθύμησε κι έγινε ~(Valtinos) |
- poem .. κοτρώνα ασήκωτη παίρνει ο Διομήδης τότε, | που δυο μαζί δε θα τη σήκωναν κλ (Homer Il 5.302 Kaz-Kakr)
- ② unremoved, not carried away, ungathered or uncollected (ant σηκωμένος):
- το τραπέζι είναι ακόμη ασήκωτο |
- άφησε τη σταφίδα ασήκωτη
- ⓐ not removed or taken away for burial, unburied:
- poem πρέπει τον ασήκωτο νεκρό μου να τον κάψω (Myriv)
- ③ not having gotten out of bed, still in bed:
- τόσο αργά και είσαι ακόμα ~; |
- αρρώστησε και ήταν πέντε μέρες ~
- ⓑ fr which one cannot awake, wakeless (syn αξύπνητος 3b):
- θα κοιμηθεί τον ύπνο τον ασήκωτο
- ④ fig too heavy to bear, unbearable, insufferable, oppressive (syn in ανυπόφερτος):
- ~βραχνάς, εφιάλτης, ήσκιος, κόπος, πόνος |
- ασήκωτη ζέστη, καταχνιά, σιωπή |
- ασήκωτη ευθύνη, μοναξιά, μοίρα, ντροπή |
- ασήκωτες έγνοιες, τύψεις |
- ασήκωτο βάσανο, παράπονο, πρόβλημα, συναίσθημα, τίμημα |
- ασήκωτα δεσμά, χρέη |
- ασήκωτα οικογενειακά βάρη |
- ασήκωτες ώρες της σκλαβιάς |
- αυτή η ασήκωτη περιφρόνηση μέσα κι έξω από το σπίτι του του 'φερνε τρέλα (Myriv) |
- ο χειμώνας εκεί πάνω ήταν ~(Theotokas) |
- όλα αυτά ήταν ακόμα ασήκωτη .. πολυτέλεια για ένα έθνος σκλαβωμένο στη λογιωτατική παράδοση (Chourmouzios) |
- poem .. μια κατάρα ασήκωτη μ' ορίζει (Zotos)
- ⓒ phr βαρύς (κι) ~sullen, moody, glum:
- ο οδηγός βαρύς κι ~δεν ανταποδίδει την καλημέρα |
- κατάντησε αμίλητος, βαρύς, ~, δεν μπορείς να του πάρεις λέξη (Petsalis)
[fr postmed, MG ασήκωτος, cpd w. σηκωτός (: σηκώνω)]
- ① which cannot be lifted or raised, very heavy, hefty:



