Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρώτητος, -η, -ο [arόtitos]
- ① not having been asked, unquestioned (syn ανερώτητος 1):
- δε θ' αφήσουνε να πέσει αρώτητο το δάκρυ από την άκρη του ματιού μου (Vlami)
- ② unasked, uninvited (syn απροσκάλεστος):
- με το σωκρατικό διάλογο ο λόγος δεν εισβάλλει απέξω ~αλλά αναπηδάει από την ίδια την ψυχή του έφηβου (Theodorakop)
[cpd w. *ρωτητός (: ρωτώ); cf ανερώτητος, der of ερωτητός]
- ① not having been asked, unquestioned (syn ανερώτητος 1):



