Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρόλιθος [arόliθos] ο, region. (Crete,
- Antikyth, Chios etc) = αρολίθι:
- αυτός ήξερε που 'τον πηγή ή ~· ήξερε και τα βάραθρα, που διατηρείται χιόνι το καλοκαίρι (Kondylakis) |
- το κύμα σκάβει την πέτρα και πλάθει έναν αρόλιθο για την αλισάχνη (Amariotou)
[cpd of αρός (Hesych.) & λίθος; cf topon Aρός (Chios, Karp), Aρόλιθος (Chios, Crete)]
- Antikyth, Chios etc) = αρολίθι:



