Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρωματισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρωματισμός ο [aromatizmós] Ο17 : η ενέργεια του αρωματίζω· αρωμάτισμα.

[λόγ. αρωματισ- (αρωματίζω) -μός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρωματισμός [aromatizmós] ο, (L)
  • act or process of perfuming

[fr kath (neol Koumanoudis) αρωματισμός, der of αρωματίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες