Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχοντούλα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχοντούλα [arxondúla] η, region. (IonIsl, Pelop)
  • noble or aristocratic young woman (syn αρχοντοπούλα):
    • poem .. τ' ώριο κορμί μη σκύβει, | σύντας πουρνό και δείλι μπαίνετε με δώδεκα αρχοντούλες | να περπατήσετε στις ρούγες μας κλ (Kazantz Od 15.457)

[der of άρχοντας w. suff -ούλα; cf pers-n Aρχοντούλα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go