Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχοντοσυνοικία [arxondosinicía] η,
- aristocratic or wealthy neighborhood (syn αρχοντομαχαλάς):
- [το Φανάρι] είναι μια ~που την ζηλεύει ολάκερη η Tουρκιά (Sardelis)
[cpd w. συνοικία]
- aristocratic or wealthy neighborhood (syn αρχοντομαχαλάς):



