Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχοντογιός
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχοντογιός [arxondoyós] ο,
  • son of a noble or rich family (syn αρχοντογέννημα, αρχοντογεννημένος1, αρχοντόπουλο):
    • σο 'πρεπε .. να 'χεις τον αρχοντογιό, να σ' τον ζηλεύ' η χώρα (Karkavitsas) |
    • poem ένοιωσε που 'ν' ~κι από γενιά μεγάλη (Krystallis)

[cpd w. γιός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go