Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιψεύταρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιψεύταρος [ar ipséftaros] ο,
  • arch-liar, champion liar (syn αρχιψεύτης, πρωτοψεύτης, ψευταράς)

[augmentat of αρχιψεύτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες