Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχισυνωμότης
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχισυνωμότης [ar isinomόtis] ο, (L)
  • arch-conspirator

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχισυνωμότης, cpd w. συνωμότης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες