Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχισμηνίας ο [arxizminías] Ο3 : (στρατ.) βαθμός υπαξιωματικού της πολεμικής αεροπορίας, ανώτερος από τον επισμηνία και κατώτερος από τον ανθυπασπιστή, αντίστοιχος με τον αρχιλοχία του στρατού ξηράς.
[λόγ. αρχι- + σμηνίας]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχισμηνίας [arçizminías] ο, (L) milit
- warrant officer of the air force
[fr kath (neol) αρχισμηνίας, cpd w. σμηνίας 'flight-sergeant']



