Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχισμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχισμένος, -η, -ο [arçizménos]
  • begun, started (syn αρχεμένος):
    • μέγα μέρος από τα σημειώματά μου είναι για να τελειώσουν αρχισμένες μου μελέτες (Palam) |
    • με το άνοιγμα της αυλαίας ο M. και η N. συνεχίζουν αρχισμένη ομιλία (Melas) |
    • ο πόλεμος είχε επιταχύνει καταπληκτικά την από καιρό αρχισμένη διεθνοποίηση της κοινωνικής ζωής (Karantonis)

[ppp of αρχίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες