Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχιμηχανικός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχιμηχανικός ο [arximixanikós] Ο17 : α.προϊστάμενος μηχανικών. β. ανώτερος αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού.

[λόγ. αρχι- + μηχανικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιμηχανικός [arçimixanikós] ο, (L)
  • ① chief engineer:
    • ~του δήμου, του εργοστασίου, του πλοίου |
    • ήρθε ο άξιος ~, για να λαδώσει τη μηχανή (TAthanasiadis) |
    • ο αρχιτέκτονας αυτοκτόνησε κι ο ~ πέθανε από ψυχική κατάθλιψη (Chatzinis)
  • ② theat stage setter

[fr kath αρχιμηχανικός ← LK, cpd w. μηχανικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go