Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχικώς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αρχικώς, επίρρ.
  • Mε τρόπο ηγεμονικό, με κύρος:
    • αρχικώς, βασιλικώς προστάττει (Kαλλίμ. 1924).

[μτγν. επίρρ. αρχικώς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχικώς [arçikós] adv
  • (L) at the beginning, initially, originally (syn in αρχικά):
    • τοποθετήθηκε ~ στην πρεσβεία Kαΐρου |
    • η εταιρία είχε ~σκοπούς φιλανθρωπικούς |
    • ~οι άνθρωποι εζούσαν δίχως το νόμο του θεού (Theodorakop)

[fr kath αρχικώς ← MG, PatrG ← K, der of αρχικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες