Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχικελευστής ο [arxi
elefstís] Ο7 : (στρατ.) βαθμός υπαξιωματικού του πολεμικού ναυτικού και του λιμενικού σώματος, ανώτερος από τον επικελευστή και κατώτερος από τον ανθυπασπιστή, αντίστοιχος με τον αρχιλοχία του στρατού ξηράς. [λόγ. αρχι- + κελευστής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχικελευστής [arçicelefstís] ο, (L) navy
- highest rank of non-commissioned officer, chief warrant officer (near-syn ανθυπασπιστής):
- έλαβε μέρος στους βαλκανικούς πολέμους ως ~ασυρματιστής |
- ο ~ τιθασευμένος από την επιβολή του Λ. παραδίνει τα κλειδιά (Karagatsis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχικελευτής, cpd w. κελευστής]
- highest rank of non-commissioned officer, chief warrant officer (near-syn ανθυπασπιστής):



