Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχικατεργάρης [arçikaterγáris] ο, pl αρχικατεργάρηδες & αρχικατεργαραίοι,
- lead galley slave:
- μπιστευτήκανε το σκέδιο μονάχα στους αρχικατεργαραίους του κάθε μπάγκου, που βαστούσανε την άκρη του κουπιού (Kontoglou)
[cpd w. κατεργάρης]
- lead galley slave: