Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχικαγκελλαρία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχικαγκελλαρία [arçikaŋɟelaría] η, (L) hist, obsol
  • position, office, or residence of high chancellor of German states

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχικαγκελλαρία, der of αρχικαγκελλάριος; MG καγκελαρία ← καντζελαρία (17th c., Kriaras' Lex)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες