Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχικαγκελλάριος [arçikaŋɟelários] ο, (L) hist, obsol
- high chancellor or prime minister of German (Austrian etc) states until World War I:
- ο αρχιεπίσκοπος του Mάιντς .. ως ~του γερμανικού κράτους έστεφε τους βασιλείς (Kanellop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχικαγκελλάριος, cpd w. MG (+) καγκελ(λ)άριος (& 17th c. καντζελάριος), this fr Lat cancellarius; cf ByzG πρωτοκαγκελλάριος & Ger Erzkanzler]
- high chancellor or prime minister of German (Austrian etc) states until World War I: