Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχικάρης, επίθ.
-
- Πρωτόπειρος, άπειρος:
- ευρίσκομαι εις όλα μου αρχικάρης (Xρον. Mορ. H 712).
[<αρχ. επίθ. αρχικός + κατάλ. ‑άρης· πβ. αρχάριος]
- Πρωτόπειρος, άπειρος: