Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχικάλπης
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχικάλπης [arçikálpis] ο,
  • arch-deceiver, master swindler (syn αρχιαπατεώνας):
    • ν' απομείνει πάνω στο νησί ο ένας, ο μοναδικός ~ που να μην έχει το ταίρι του στον κόσμο (Myriv)

[cpd w. κάλπης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες