Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιθαλαμηπόλος [arçiθalamipόlos] ο, (L)
- chief steward, chamberlain, butler:
- προτού τελειώσει το δείπνο, ο ~... ήρθε και ήπιε στην υγεία των μελλονύμφων από μέρος του προσωπικού (Theotokas)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχιθαλαμηπόλος, cpd w. K θαλαμηπόλος (& ο -ος Soph. +)]
- chief steward, chamberlain, butler:



