Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιεροσύνη
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχιεροσύνη η [arxierosíni] Ο30 : το αξίωμα του αρχιερέα.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχιερωσύνη (ορθογρ. κατά το -οσύνη)]

[Λεξικό Κριαρά]
αρχιεροσύνη η.
  • Tο αξίωμα του αρχιερέα:
    • την αρχιεροσύνην της εκκλησίας Λευκουσίας … βοηθός να είμαι (Διάτ. Kυπρ. 5075).

[μτγν. ουσ. αρχιεροσύνη. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιεροσύνη [arçierosíni] η, (L) eccl
  • office, rank, or service of a prelate, prelacy (syn αρχιερατεία):
    • οι περισσότερες απ' όλες τις άλλες (sc ομιλίες) είναι προγενέστερες της αρχιεροσύνης του Bασιλείου (Tatakis) |
    • οι τριαντατρείς ανάξιοι της αρχιεροσύνης τους ιεράρχες έδωσαν ψήφο αξιότητας στον πρεσβύτη (Palaiologos) |
    • κατά τη γνώμη σου η ~ και η ιεροσύνη δεν αξίζουνε τίποτα, αφού .. κι οι χασάπηδες ακόμα μπορούν χωρίς άδεια να κάνουνε τον ιεροκήρυκα; (Bastias)

[fr kath αρχιερωσύνη ← postmed (Somavera), MG ← PatrG, K (LXX, also pap); cf ιερωσύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες