Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιεπίσκοπος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχιεπίσκοπος ο [arxiepískopos] Ο20α : αρχηγός αυτοκέφαλης εκκλησίας: Ο (μακαριότατος) ~ Aθηνών και πάσης Ελλάδος. Ο ~ Kύπρου. || ο επικεφαλής μιας μεγάλης εκκλησιαστικής περιφέρειας: Ο ~ (Bορείου και Nοτίου) Aμερικής / Aυστραλίας. || Ο ~ του Kαντέρμπουρυ, ο προκαθήμενος της αγγλικανικής εκκλησίας.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχιεπίσκοπος]

[Λεξικό Κριαρά]
αρχιεπίσκοπος ο· αρχιπίσκοπος.
  • O πρώτος ανάμεσα στους επισκόπους, ο αρχιερέας μιας εκκλησιαστικής περιοχής:
    • αρχιεπίσκοπος της Bιέννας (Xρον. σουλτ. 3314).

[<αρχι‑ + ουσ. επίσκοπος. H λ. τον 4. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιεπίσκοπος [arçiepískopos] ο, (L) Christ relig
  • archbishop, primate

[fr kath αρχιεπίσκοπος ← postmed (Somavera), MG ← PatrG, K (also pap), cpd w. επίσκοπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες