Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιδούκισσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιδούκισσα [arçi∂úcisa] η, (L)
  • archduke's wife, archduchess:
    • η χαριτωμένη και ενάρετη ~της Aυστρίας είχε πολύ απαλό χαρακτήρα (Kanellop) [fr kath (neol Koumanoudis) αρχιδούκισσα, cpd w. δούκισσα (Chron. Morea; also in Somavera & nickname in Pontic dial

[Oinoe])]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες