Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιδούκας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχιδούκας ο [arxiδúkas] Ο3α θηλ. αρχιδούκισσα [arxiδúisa] Ο27 : τίτλος ευγενείας στον αυτοκρατορικό οίκο της Aυστρίας: H δολοφονία του αρχιδούκα της Aυστρίας Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σεράγεβο ήταν η αφορμή για την έναρξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου.

[λόγ. αρχι- + δούκας μτφρδ. γαλλ. archiduc· λόγ. αρχιδούκ(ας) -ισσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιδούκας [arçi∂úkas] ο, (& αρχιδούξ) gen αρχιδούκα (& αρχιδουκός), (L)
  • archduke:
    • ο ~Φερδινάνδος με τη γυναίκα του δολοφονήθηκαν στο Σεράγεβο (Athanasiadis-N) |
    • φέρνουν στο νου τη Bιέννη της εποχής των βαλς, των αρχιδουκών και των μεγαλείων (Ouranis) |
    • ήταν ο αγαπημένος περίπατος του αρχιδουκός Σ. (Varelas) |
    • poem και σαν ήμασταν παιδιά, μέναμε στου αρχιδούκα, | του ξαδέρφου μου κλ (Seferis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχιδούξ, cpd w. MG (4th c.) δουξ (Lat dux)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες