Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχιδιάκονος
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχιδιάκονος ο [arxiδiákonos] Ο19 : τιμητικός τίτλος που δίνεται συνήθ. στον αρχαιότερο διάκονο μιας μητρόπολης.

[λόγ. < μσν. αρχιδιάκονος < αρχι- + διάκονος]

[Λεξικό Κριαρά]
αρχιδιάκονος ο.
  • O πρώτος ανάμεσα στους διακόνους:
    • (Aσσίζ. 3112-3).

[<αρχι‑ + ουσ. διάκονος. Βλ. και αρχιδιάκων. H λ. τον 5. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιδιάκονος [arçi∂jákonos] ο, (sp. also Aρχιδιάκονος) (L) Christ relig
  • archdeacon (syn αρχιδιάκος):
    • κατά το τέλος του δεκάτου έκτου αιώνα .. αναφέρεται ως ~χειροτονείται έπειτα ιερέας, κλ (Vacalop) |
    • ο περίφημος ~ Φώτιος παράστεκε την θρησκόληπτη τσαρίνα ψαλμωδώντας διάφορα τροπάρια (Roussos)

[fr kath αρχιδιάκονος ← postmed, MG ← PatrG (5th c), K (also pap), cpd w. διάκονος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go