Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχετυπικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχετυπικά [arçetipiká] adv (L)
  • in an archetypal manner, archetypically:
    • η ανθρώπινη ύπαρξη [στον Πλάτωνα] λογίζεται ~και σώζεται με τη λογική (Kelesidou-G)

[der of αρχετυπικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες