Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχαϊκά
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχαϊκά [arxaiká] adv (L)
  • ① in an archaic manner, archaically:
    • ~καλλιεργημένος λόγιος |
    • πολλές φορές θα έχουν να μνημονευθούν συγγραφείς αρχαιόγλωσσοι και έργα γραμμένα ~ (Dimaras)
  • ② primitively, originally:
    • το "οφθαλμόν αντί οφθαλμού" δείχνει κάποια πρόοδο στην ~υπερβολική αντίδραση των ανθρώπων, όταν τους έκαναν κακό (Evelpidis)

[der of αρχαϊκός2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go