Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχαιομετρία η [arxeometría] Ο25 : κλάδος της αρχαιολογίας που ασχολείται με την εύρεση, την εφαρμογή και την τελειοποίηση μεθόδων εντοπισμού, χρονολόγησης και ανάλυσης αρχαίων ευρημάτων.
[λόγ. < αγγλ. archaeometry < archaeo- = αρχαιο- + -metry = -μετρία]



