Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαιογλωσσία [arçeoγlosía] η, (L)
- knowledge or use of the ancient form of the (Greek) language:
- επηρέασε σημαντικά την πνευματική ζωή του νεαρού βασιλέως (του Όθωνα) με την ~του και την απέραντη πολυμάθειά του (Papantoniou) |
- το νέο βασίλειο .. είχε βυθισθεί ολόκληρο μέσα στο ψέμα της αρχαιογλωσσίας (id.)
[fr kath (neol) αρχαιογλωσσία, der of αρχαιόγλωσσος]
- knowledge or use of the ancient form of the (Greek) language: