Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχαίο
92 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχαίο [arçéo] το, (L)
  • ① sth which is ancient or antique:
    • άλλο το ~κι άλλο το παλιό· δε μ' αρέσουν τα πράματα, που φυλάγονται στα μουσεία (Xenop)
  • ② usu pl ancient monument or relic (syn αρχαιότητες):
    • έκθεση αρχαίων |
    • επισκέφθηκε τα αρχαία |
    • το ~ μεταφέρθηκε στο νεοσύστατο τότε μουσείο της πόλης (Bakalakis) |
    • τα πιο πολλά αρχαία ανήκουν σε όψιμους ρωμαϊκούς χρόνους (DLazaridis) |
    • την πελατεία του αποτελούσαν .. περιηγητές για τα αρχαία της Δευκάλειας (KPolitis)

[substantiv. n of αρχαίος2]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχαιο- [areo] & αρχαιό- [areó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό με λόγια προέλευση κυρίως σε σύνθετα ονόματα, με αναφορά συνήθ.: I1. γενικά στον αρχαίο κόσμο, στην αρχαιότητα και ειδικότερα στον αρχαίο ελληνικό ή και στο ρωμαϊκό πολιτισμό: ~γνωσία, ~λατρία, ~μάθεια· ~γνώστης, ~λάτρης, ~μαθής· (επιστ.) ~λογία, ~λόγος· ~λογικός. || στα συγγράμματα της κλασικής αρχαιότητας: ~παίδευτος. 2. στα αρχαία έργα τέχνης: ~κάπηλος· ~καπηλία. 3. στο πνεύμα των αρχαίων, του αρχαίου κόσμου: αρχαιόπνευστος, ~πρεπής. II. στην αρχαιότατη περίοδο της ιστορίας της γης: (γεωλ.) ~λιθικός· (παλαιοντ.) αρχαιόσαυρος.

[λόγ. < αρχ. ἀρχαιο- θ. του επιθ. ἀρχαῖο(ς) `παλιός, προηγούμενος΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἀρχαιό-πλουτος `με κληρονομικό πλούτο΄, ελνστ. ἀρχαιο-πρεπής & διεθ. arch(a)eo- < αρχ. ἀρχαιο-: αρχαιο-πίθηκος < νλατ. archaeopithecus, αρχαιο-λογία < γαλλ. archéologie, αρχαιο-λατρία < αγγλ. archaeolatry]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχαιογλωσσία [arçeoγlosía] η, (L)
  • knowledge or use of the ancient form of the (Greek) language:
    • επηρέασε σημαντικά την πνευματική ζωή του νεαρού βασιλέως (του Όθωνα) με την ~του και την απέραντη πολυμάθειά του (Papantoniou) |
    • το νέο βασίλειο .. είχε βυθισθεί ολόκληρο μέσα στο ψέμα της αρχαιογλωσσίας (id.)

[fr kath (neol) αρχαιογλωσσία, der of αρχαιόγλωσσος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχαιόγλωσσος, -η, -ο [arçeόγlosos] (L)
  • ① using an ancient form of the Greek language:
    • ~συγγραφέας (syn αρχαϊστής)
  • ② written in an ancient form of the Greek language:
    • αρχαιόγλωσση επιστολή, πεζογραφία |
    • αρχαιόγλωσσα επιγράμματα

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχαιόγλωσσος, cpd w. γλώσσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχαιογνωσία η [arxeoγnosía] Ο25 : η επιστημονική γνώση της αρχαιότητας (και κυρίως της ελληνικής και της ρωμαϊκής εποχής).

[λόγ. αρχαιο- + -γνωσία μτφρδ. γερμ. Altertumskunde]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχαιογνωσία [arçeoγnosía] η, (L)
  • ① knowledge of (classical) antiquity (syn αρχαιομάθεια):
    • θαυμαστή, ξερή ~ |
    • η εκτενής και βαθιά ~ του είναι φανερή στις εργασίες του |
    • ανησυχούσαν μήπως .. περιοριστεί η ~ των μαθητών μας (Papanoutsos) |
    • δίκαια εξαίρονται τα έργα του Φωτίου .. ως θησαυροί αρχαιογλωσσίας (Tatakis)
  • ② science or study of classical antiquity:
    • η ιστορία της αρχαίας τέχνης χειραφετήθηκε .. από τη γενικότερη ~(Karouzos) |
    • o Lipsius ήταν ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της αρχαιογνωσίας, που εξέδωσε τον Tάκιτο .. και άλλους αρχαίους συγγραφείς (Christou)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχαιογνωσία, cpd w. combin form -γνωσία as in θεογνωσία, αυτογνωσία etc; cf Ger Altertumswissenschaft]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχαιογνώστης ο [arxeoγnóstis] Ο10 : αυτός που ερευνά και που γνωρίζει τα σχετικά με την αρχαιότητα.

[λόγ. αρχαιο(γνωσία) -γνώστης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχαιογνώστης [arçeoγnóstis] ο, (L)
  • person knowledgeable in matters of classical antiquity (near-syn αρχαιομαθής):
    • ο νέος ~φιλόλογος σημειώνει ονόματα όλως διόλου νεωτεριστικής χάρης (Palam) |
    • βλέπει κανένας, πίσω από το βαθύ φιλόλογο κι αρχαιογνώστη, το φλογερό πατριώτη, τον κήρυκα της λευτεριάς (Melas)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχαιογνώστης, cpd w. γνώστης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχαιογνωστικός -ή -ό [arxeoγnostikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αρχαιογνωσία: Aρχαιογνωστικές επιστήμες.

[λόγ. αρχαιογνώστ(ης) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχαιογνωστικός, -ή, -ό [arçeoγnostikós] (L)
  • of or pertaining to the knowledge or study of classical antiquity:
    • αρχαιογνωστική δεοντολογία, έρευνα, μελέτη, περιέργεια |
    • χαμηλό αρχαιογνωστικό επίπεδο των ξένων |
    • στις αρχαιογνωστικές επιστήμες περιοριζόμαστε και πάλιν στα μεγάλα ονόματα (Theodorakop)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχαιογνωστικός, der of αρχαιογνώστης]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...10   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες