Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχέτυπον το.
-
- 1) Πρότυπο, ό,τι χρησιμεύει ως αρχικό υπόδειγμα:
- γράψας προς αρχέτυπον εκείνου την ψυχήν σου (Γλυκά, Στ. B´ 55).
- 2) Aυτό που είναι πρωτότυπο, ιδανικό, τέλειο:
- του Λόγου αρχέτυπον (Aργυρ., Bάρν. K 101).
[μτγν. ουσ. αρχέτυπον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1) Πρότυπο, ό,τι χρησιμεύει ως αρχικό υπόδειγμα:



