Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχάρια
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχάρια [arxária] η, (L)
  • female beginner or novice (syn πρωτόπειρη):
    • ούτε για να διδάσκει αρχάριες δεν την έκριναν ικανή (Xenop)

[substantiv. f of αρχάριος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες