Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτόδεντρο το [artóδendro] Ο42 : δέντρο που καλλιεργείται σε τροπικές χώρες για τους καρπούς του, που χρησιμοποιούνται ως ψωμί.
[λόγ. αρτόδενδρον (προσαρμ. στη δημοτ. κατά το δέντρο) < αρτο- + δένδρον μτφρδ. γαλλ. arbre à pain]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτόδεντρο [artό∂endro] το, (& αρτόδενδρο) (L) bot
- breadtree, Artocarpus altilis:
- εκείνα τα βαοβάβ και τ' αρτόδεντρα και λουλούδια, που μοιάζουν με πουλιά μυθικά, .. τραγουδούν συναγμένα (Panagiotop)
[fr kath (neol) αρτόδενδρον, cpd w. δένδρον, calqued on Eng breadtree]
- breadtree, Artocarpus altilis:



