Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτσιπέλαγο [artsipélaγo] το, (sp. also Aρτσιπέλαγο & αρτζιπέλαγο obsol 1)
- :
- η αρμάτα της Bενετιάς αλώνιζε σ' ούλο το Aρτζιπέλαγο κι ορμούσε πότε από τ' Aνάπλι, πότε από τα Mεθωκόρωνα ή απ' το Tσιρίγο (Petsalis)
- ① archipelago (syn L αρχιπέλαγος 2):
- poem βιγλίζεις τ' αρτσιπέλαγα, τους κάμπους αγναντίζεις (Athanas)
[fr postmed (Du Cange) αρτζιπέλαγος ← It arcipelago (1356 Nicolo Sanudo "Duca dell' Arcipelago"), modified of Αιγαίον πέλαγος through It Egeopelago; Amantos, Γλωσσ. μελετήματα (1964), 434-6]



