Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρτοποιός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρτοποιός ο [artopiós] Ο17 θηλ. αρτοποιός [artopiós] Ο34 : αυτός που έχει ως επάγγελμα την παρασκευή ή και την πώληση ψωμιού· ψωμάς, φούρναρης.

[λόγ. < αρχ. ἀρτοποιός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρτοποιός [artopiós] ο, (L)
  • baker (syn φούρναρης, ψωμάς, near-syn L αρτοπώλης)

[fr kath αρτοποιός ← K (also pap), AG ἀρτοποιός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go