Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτινό [artinό] το, bot
- variety of climbing vine producing black grapes
[substantiv. n of αρτινός2]
[Λεξικό Κριαρά]
- Αρτινός ο.
-
- O κάτοικος της Άρτας:
- οι Aρτινοί θαυμαστικά εδείχναν την ανδρειάν τους (Θησ. H´ [231]).
[<τοπων. Άρτα + κατάλ. ‑ινός. H λ. και σήμ.]
- O κάτοικος της Άρτας:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αρτινός1, -ή [αrtinός] inhab
- of Άρτα:
- οι Aρτινοί είναι ζωντανοί, ιδιότυποι άνθρωποι (Varelas)
[substantiv. m of αρτινός2]
- of Άρτα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτινός2, -ή, -ό [artinós]
- characteristic of or originating fr the town of Arta:
- αρτινή συκιά variety of fig tree producing big white figs
[der of Άρτα]
- characteristic of or originating fr the town of Arta:



