Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτηριοπάθεια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρτηριοπάθεια η [artiriopáθia] Ο27 : (ιατρ.) πάθηση αρτηρίας.

[λόγ. < διεθ. arterio- < αρχ. ἀρτηρί(α) -ο- + -pathy = -πάθεια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρτηριοπάθεια [artiriopáθia] η, (L) med
  • disease of the arteries, arteriopathy:
    • έχουν την προδιάθεση να αναπτύξουν στεφανιαία νόσο ή γενικότερα αποφρακτική ~

[fr kath αρτηριοπάθεια ← ISV arteriopathy, cpd w. combin form -πάθεια (: πάθος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες