Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτίστα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αρτίστα [artísta] η,
  • female theater or cabaret performer, artiste (near-syn θεατρίνα, σαντέζα):
    • τα κρεβάτια του ξενοδοχείου και των αρτιστών του καμπαρέ τα είχα βαρεθεί μέχρι θανάτου (Karagatsis) |
    • ένοιωθε ένα είδος σεβασμό, κάτι σα δέος για τις κοινότερες αρτίστες (KPolitis) |
    • οι αρτίστες .. αφήνονταν σ' ένα χορό της κοιλιάς εύγλωτο (Tsirkas)

[fr Fr artiste or It artista]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρτίστας ο [artístas] Ο3 θηλ. αρτίστα [artísta] Ο25 : αυτός που ασκεί καλλιτεχνικό επάγγελμα (κυρ. στο ελαφρό ή στο μουσικό θέατρο): ~ της σκηνής / της πίστας. || (συνήθ. στο θηλ.) αυτή που εμφανίζεται σε λαϊκά κέντρα, καμπαρέ κτλ.· ντιζέζ.

[θηλ.: ιταλ. artista· αρσ.: < αρτίστα -ς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρτίστας [artístas] ο,
  • person practicing an art, artist (syn καλλιτέχνης):
    • του 'χε διηγηθεί, με κείνο τον υπερβολικό τρόπο που έχουν όλοι οι αρτίστες, χίλια δυο πράματα απ' τη ζωή του (Myriv) |
    • σπανιότατο είναι, ένας ισχυρός άνθρωπος, όταν είναι ο ίδιος ~, να προστατεύει τους καλούς αρτίστες (Kanellop) |
    • θα καθίσει με αρτίστες και ζωγράφους και ποιητές .. στα καφενεία (DOikonomidis)

[fr It artista]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες