Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτέμων [artémon] ο, pl αρτέμονες, (L) naut
- ① main triangular sail on the bowsprit, jib, standing jib (syn φλόκος)
- ② pl αρτέμονες οι, collect. triangular sails on the bowsprit (syn φλόκοι)
[fr kath αρτέμων ← K (NT) ἀρτέμων 'foresail']
[Λεξικό Κριαρά]
- αρτεμώνιν το· αρτιμώνι(ν).
-
- (Ναυτ.) πανί του πλοίου:
- (Aσσίζ. 5115).
[<μτγν. ουσ. αρτέμων ο + κατάλ. ‑ιν. O τ. (‑ι) στο Somav. (‑ό‑). H λ. (‑ιον) το 12. αι. (Soph.)]
- (Ναυτ.) πανί του πλοίου:



