Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρσενοκοιτώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αρσενοκοιτώ.
  • (Προκ. για άντρα) συνέρχομαι ερωτικώς με άλλον άντρα:
    • αρσενοκοιτούσαν διά να μην αυξηνθούν οι άνθρωποι (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 130r).

[μτγν. αρσενοκοιτέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες