Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρσακειάδα η [arsakiáδa] Ο26 : 1.μαθήτρια του Aρσακείου εκπαιδευτικού ιδρύματος. 2. (μτφ. για άνθρ., ιδ. γυναίκα) υπερβολικά σεμνός και συντηρητικός στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά: Aυτή η κοπέλα είναι σωστή ~. || (έκφρ.) κάνω την ~, (ειρ.) προσποιούμαι το σεμνό και ντροπαλό.
[λόγ. αρσακει(άς) -άδα < Aρσάκει(ον) -άς (< Aρσάκ(ης) όν. του δωρητή -ειον)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρσακειάδα [arsaciá∂a] η, (sp. also Aρσακειάδα) (L)
- ① student at the Arsakeion high school for girls (in Athens):
- στον κήπο του Aρσακείου έπαιζαν στις ώρες των διαλειμμάτων οι νεαρές αρσακειάδες (Skouzes, adapted)
- ② inexperienced or shy schoolgirl (near-syn μαθήτρια):
- ιστορία ακατάλληλη για αρσακειάδες |
- δεν έκανε πια την εντύπωση κοριτσόπουλου, αρσακειάδας (Xenop) |
- κατορθώνει να έχει διαρκώς μελανωμένα τα δαχτυλάκια της σαν ~τη μέρα του διαγωνισμού (Athanasiadis-N) |
- βλέπετε κι αυτόν με συστολή παλιάς αρσακειάδας (Palaiologos)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρσακειάς, der of Aρσάκειον]
- ① student at the Arsakeion high school for girls (in Athens):



