Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρρωστιάρικα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρρωστιάρικα [arostjárika] adv
  • in a sickly manner, morbidly (syn L ασθενικά):
    • να δυο μέλισσες στο τζάμι μου, που αργοκινιένται σιωπηλά και ~(Proussis)

[der of αρρωστιάρικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες