Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρρωστιάρης
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρρωστιάρης -α -ικο [arostxáris] Ε9 : 1.που έχει την τάση να αρρωσταίνει, που αρρωσταίνει εύκολα, συχνά· φιλάσθενος: Είναι ~ και τρέχει κάθε τόσο στους γιατρούς. ~ άνθρωπος. || (ως ουσ.): Mην του δίνεις σημασία, του αρρωστιάρη. 2. που είναι αδύναμος, ασθενικός, καχεκτικός: Aρρωστιάρικο παιδί / δέντρο.

[μσν. αρρωστάρης < αρρώστ(ια) -άρης > -ιάρης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρρωστιάρης1 [arostjáris] ο,
  • sickly person:
    • σκουληκοφαγωμένα πατερά ξεχώριζαν από τις πέτρες των τοίχων σαν αποστήματα σε πρόσωπο αρρωστιάρη (Palam) |
    • ο φτωχός, ο ~ κλ εμποδίζεται να είναι ευδαίμων (Tatakis)

[substantiv. m of αρρωστιάρης2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρρωστιάρης2, -α, -ικο [arostjáris]
  • ① disposed to sickness, habitually sick, sickly, weak (syn αρρωστιάρικος 1, L ασθενικός, near-syn καχεκτικός):
    • ~άνθρωπος, γυναίκα αρρωστιάρα, παιδί αρρωστιάρικο, δέντρο αρρωστιάρικο, σταφύλι αρρωστιάρικο |
    • folkt από τότε που γεννήθηκε η κόρη του βασιλιά ήταν αρρωστιάρα |
    • ήρθε λιγνός, ~, φαγωμένος από την προσευχή και τη νήστεια (Kazantz) |
    • οι νέοι, όταν είναι αρρωστιάρηδες, μπορεί να ζητήσουν νωρίτερα την επιστροφή τους στο χωριό (Evelpidis) |
    • αν οι γονιοί είναι αρρωστιάρηδες, τέτοια θα είναι και τα παιδιά (Saratsis)
  • ② fig dim, faint (syn αδύνατος, L αμυδρός):
    • αρρωστιάρικο φως

[fr postmed (Somavera) αρρωστιάρης, der of αρρωστία w. suff -άρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες