Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρρωστιάρα [arostjára] η,
- woman disposed to sickness, sickly woman:
- θέλει ασύγκριτα λιγότερα για να ευημερεί απ' την άλλη εκείνη ~,που κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού με πληρωμένα χέρια (Katsigra)
[substantiv. f of αρρωστιάρης2]
- woman disposed to sickness, sickly woman: