Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρρωστημένα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρρωστημένα [arostiména] adv
  • in a sick or depraved manner (syn άρρωστα, L νοσηρά):
    • αρθρογραφία μερικών ~φανατικών εχθρών κάθε προοδευτικής ιδέας (Papanoutsos) |
    • εκπρόσωποι της οπισθοδρομικότητας ~ προσκολλημένοι σε προκαταλήψεις (Thrylos, adapted) |
    • άφηνε τον εσωτερικό κόσμο ν' αναπτύσσει μια φαντασία ~ υπερτροφική (Karagatsis)

[der of αρρωστημένος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες