Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρρενώ
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Γεωργακά]
αρρενωπά [arenopá] adv (L)
  • in a manly manner (syn ανδροπρεπώς L, αντρίκια 1):
    • θα ήθελα γαλήνια, ~,να αντιμετωπίσεις τη νέα σου αυτή δοκιμασία (Palam) |
    • στέκεται εκεί, κομψός κι ~ ωραίος (Roufos)

[der of αρρενωπός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρρενωπός -ή -ό [arenopós] Ε1 : για άνδρα που έχει ανδροπρεπή εμφάνιση, που έχει έντονα τα ανδρικά χαρακτηριστικά. αρρενωπά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀρρενωπός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρρενωπός, -ή, -ό [arenopós] (L)
  • ① characteristic of, or befitting, a man, manly, virile (syn ανδροπρεπής 1, αντρίκιος 1, αρρενοπρεπής, ant θηλυπρεπής):
    • ~χορός |
    • αρρενωπή ελκυστικότητα, ομορφιά, τραχύτητα, χάρη, ωριμότητα |
    • αρρενωπό παράστημα, πρόσωπο, χαιρέτισμα |
    • επικράτησαν στο Bυζάντιο οι ιδέες του αρρενωπού ιπποτισμού της Δύσης (Evelpidis) |
    • ο ελληνικός χορός θέλει προ παντός άνδρες πολύ αρρενωπούς (Stratou) |
    • πόσο αρρενωπότερος μπορούσα να γίνω; (Tachtsis)
  • ② masculine, manly, vigorous, robust, bold (syn αντρίκιος 2, αρσενικός2 2b, near-syn ρωμαλέος, στιβαρός):
    • αρρενωπή γλώσσα, ελληνικότητα, ψυχή |
    • αρρενωπό πνεύμα, ποίημα, ύφος |
    • ο Kαρκαβίτσας είναι ένας δυνατός, ρωμαλέος και ~ πεζογράφος (Sachinis) |
    • τον διαμόρφωσαν οι αρρενωποί και μαζί τόσο ευαίσθητοι εκείνοι χρόνοι (Charis) |
    • poem την κιθάρα εμείς τιμούμε | που είναι μάνα αρρενωπών λαμπρόηχων ύμνων (Stavrou Ar)

[fr kath αρρενωπός ← MG αρρενωπός ← K, AG ἀρρενωπός, cpd w. -ωπός; cf ἀμβλωπός, ἀγριωπός, παρθενωπός etc]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρρενωπότητα η [arenopótita] Ο28 : η ιδιότητα του αρρενωπού.

[λόγ. < μσν. αρρενωπότης, αιτ. -ητα < αρρενωπ(ός) -ότης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρρενωπότητα [arenopόtita] η, (L)
  • ① manliness, virility (syn ανδρικότητα 1, ανδροπρέπεια, αρσενικάδα 1, αρσενικότητα, ant θηλυκότητα):
    • η επαναστατικότητα και η ~του Tσε Γκουεβάρα |
    • οι παραδοσιακοί χοροί κάνουν εντύπωση για την ~ και την τελετουργική τους προέλευση (Varelas, adapted)
  • ② masculinity, vigor, robustness (syn αρσενικάδα 2, near-syn ρωμαλεότητα, στιβαρότητα):
    • το φλορεντινό αυτό πνεύμα το χαρακτηρίζει η ~η ισοζυγισμένη με τη χάρη (Ouranis) |
    • ο στίχος της I. αποκτά συχνά μιαν ~ (Peranthis) |
    • αυτό το φτωχό τοπίο έχει προ πάντων εξυπνάδα και ~ (Fteris)

[fr kath αρρενωπότης ← MG (Manasses), der of αρρενωπός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες