Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρρενωπά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρρενωπά [arenopá] adv (L)
  • in a manly manner (syn ανδροπρεπώς L, αντρίκια 1):
    • θα ήθελα γαλήνια, ~,να αντιμετωπίσεις τη νέα σου αυτή δοκιμασία (Palam) |
    • στέκεται εκεί, κομψός κι ~ ωραίος (Roufos)

[der of αρρενωπός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες