Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρπαχτά [arpaxtá] adv (& στ' αρπαχτά)
- ① in a grasping manner, graspingly (syn αρπακτικά 1):
- poem .. φούχτωσε ~το δέντρο για να νοιώσει (Kazantz Od 15.331)
- ② greedily, voraciously (syn αρπακτικά 2):
- poem .. ~,αξανάσαστα το κρέας μασούσε εκείνος | και το κρασί ρουφούσε κλ (Homer Od 14.109 Kaz-Kakr) |
- .. ~ με τις δυο του τις χούφτες, βουτά | του δημόσιου ταμείου τα λεφτά (Stavrou Ar)
- ③ quickly, hastily, hurriedly (syn αρπακτικά, βιαστικά, γρήγορα, πεταχτά):
- διαβάζει, κοιτάζει, σεριανίζει ~ |
- μιλήσανε ~ |
- η θεια μάζευε ~ μερικά πράματα και τα 'ριχνε σε μια μαντήλα (Prevelakis) |
- τον έπιασε ν' ανοίγει το συρτάρι του τραπεζιού του και να χώνει μέσα κει στ' ~κάμποσες κόλλες χαρτόσημο (Panagiotop) |
- ο ταυρομάχος στ' ~ επρόφτασε να σωθεί πηδώντας το διάφραγμα (Fteris) |
- δεν παρέλειψαν να παν, έστω και στ' ~, στον αυλόγυρο της Παναγιάς (MGeorgiou) |
- poem κυνηγημένος σα θεριό τη νύχτα στα λαγκάδια | έβγαινα κι έβοσκ' ~τα κούφια βελανίδια (Valaor)
- ④ in passing, passingly, cursorily (syn πεταχτά):
- όλ' αυτά τα μάθαμε ~απ' το δεκανέα (RApostolidis)
- ⑤ lightheartedly, lightly, cheerfully (syn πεταχτά):
- μεθυσμένοι ήταν και τα 'λεγαν ~τ' αστεία (Christomanos)
[fr postmed (Somavera) αρπακτά, der of αρπακτός]
- ① in a grasping manner, graspingly (syn αρπακτικά 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρπαχτάρι [arpaxtári] το, region. (Sterea,
- Zak, Dodec etc) type of dragnet used for fishing mollusks
[fr *αρπακτάριν, der of αρπακτόν, fr which derives dial το άρπαχτο 'hook-shaped implement used to retrieve buckets fallen into wells']



