Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρπακτικότητα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρπακτικότητα η [arpaktikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αρπακτικού, η τάση για αρπαγή: Όλο και περισσότερο εκδηλώνεται η ~ των πολυεθνικών επιχειρήσεων.

[λόγ. αρπακτικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρπακτικότητα [arpaktikόtita] η, (L) (& D αρπαχτικότητα)
  • rapaciousness, covetousness, graspingness, greed (syn απληστία 3, near-syn βουλιμία):
    • πειρατική, πολιτική ~ |
    • ~ των ευγενών, των τυχοδιωκτών |
    • σπάνια είδα άνθρωπο να βάζει με τόση αρπαχτικότητα σ' ενέργεια τα μάτια του, τα χέρια του, τα δόντια (Kazantz) |
    • της κεφαλαιοκρατίας η ιταμή ~είναι ο καλύτερος σύμμαχος του κομμουνισμού (Tsatsos, adapted) |
    • η τούρνα στην ~ ξεπερνάει το σκυλόψαρο (Potamianos) |
    • οι αρματολοί φημίζονται για τη σκληρότητα και την αρπακτικότητά τους (Vacalop)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρπακτικότης, der of αρπακτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go